- προαπολαύω
- Ααπολαύω, χαίρομαι για κάτι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαπολαύει — προαπολαύω enjoy beforehand pres ind mp 2nd sg προαπολαύει , προαπολαύω enjoy beforehand pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπέλαυον — προαπολαύω enjoy beforehand imperf ind act 3rd pl προαπέλαυον , προαπολαύω enjoy beforehand imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
προαπολαύειν — προαπολαύω enjoy beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπολελαυκόσιν — προαπολαύω enjoy beforehand perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)